parotide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parotide | parotides |
parotide (fr) θηλυκό
- η παρωτίδα
ενικός | πληθυντικός |
parotide | parotides |
parotide (fr) θηλυκό