paroxysme
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| paroxysme | paroxysmes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]paroxysme (fr) αρσενικό
- ο παροξυσμός, το αποκορύφωμα, η αποκορύφωση
| ενικός | πληθυντικός |
| paroxysme | paroxysmes |
paroxysme (fr) αρσενικό