parsec
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- parsec < σύντμηση του parallax second
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]parsec (en)
- το παρσέκ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- parsec < par(allaxe), « παράλλαξη » + sec(onde), « δευτερόλεπτο »
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]parsec (fr) αρσενικό
- το παρσέκ
- σύμβολο: pc