parsimony
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]/ˈpɑːsɪməni/
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ύστερα μεσοαγγλικά: parsimony < λατινικά: parsimonia, parcimonia < parcere «κρατάω εφεδρεία, φυλάω χωρίς να καταναλώσω, κρατάω ρεζέρβα»
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]parsimony (en)
- η οικονομία, η απροθυμία για σπατάλες (αφορά επίσης λακωνικές ιδέες και θεωρίες)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- economy
- frugality
- stinginess
- niggardliness
- με κάποια συγκείμενα, μεταφορικά: Occam's razor