Μετάβαση στο περιεχόμενο

parson

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parson (en)

  1. ο ιερέας μιας ενορίας, ο εφημέριος
  2. χριστιανός κληρικός
  3. προτεστάντης κληρικός