part of speech
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
part of speech | parts of speech |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]part of speech (en)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- POS (συντομογραφία)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
part of speech στην αγγλική Βικιπαίδεια