partial order
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
partial order (en)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
- (μαθηματικά) μερική διάταξη, μία σχέση που είναι συμμετρική, μεταβατική και αυτοπαθής
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Κάθε ολική διάταξη είναι και μερική διάταξη, αλλά υπάρχουν μερικές διατάξεις που δεν είναι ολικές.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- partial ordering