partialité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
partialité | partialités |
partialité (fr) θηλυκό
- η μεροληψία, η μονομέρεια
ενικός | πληθυντικός |
partialité | partialités |
partialité (fr) θηλυκό