participe passé
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
participe passé | participes passés |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
participe passé (fr) αρσενικό
- (γραμματική) μετοχή αορίστου, ρηματικός τύπος που καταλήγει σε -é