Μετάβαση στο περιεχόμενο

particularité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
particularité particularités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

particularité (fr) θηλυκό

  1. η ιδιαιτερότητα
  2. η ιδιότητα