particulier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- particulier < λατινική particularis
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paʁ.ti.ky.lje/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | particulier | particuliers |
θηλυκό | particulière | particulières |
particulier (fr)
- ιδιαίτερος
- étudiant donne des cours particuliers - φοιτητής δίνει ιδιαίτερα μαθήματα
- il s'agit d'un cas particulier - πρόκειται για ιδιαίτερη περίπτωση
- ιδιόρρυθμος
- συγκεκριμένος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
particulier | particuliers |
particulier (fr) αρσενικό
- ο ιδιώτης