partisan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
partisan | partisans |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
partisan (en)
- ο στρατευμένος σε μια ιδέα, σκοπό, κόμμα κλπ
- ο παρτιζάνος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
partisan | partisans |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
partisan (fr) αρσενικό
- ο οπαδός
- ο παρτιζάνος , ο αντάρτης