partisan
Πίνακας περιεχομένων
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
partisan (en)
- ο στρατευμένος σε μια ιδέα, σκοπό, κόμμα κλπ
- ο παρτιζάνος
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
partisan | partisans |
partisan (fr) αρσενικό