Μετάβαση στο περιεχόμενο

partita

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
partita < παράγωγο του partire

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
partita partite

partita (it)