pasamento
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasamento | pasamentoj |
αιτιατική | pasamenton | pasamentojn |
pasamento (eo)
- το κορδέλιασμα