pass down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας pass down
γ΄ ενικό ενεστώτα passes down
αόριστος passed down
παθητική μετοχή passed down
ενεργητική μετοχή passing down

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pass down < → δείτε τις λέξεις pass και down

Ρήμα[επεξεργασία]

pass down (en)

  • περνάω, δίνω ή διδάσκω κάτι στα παιδιά σας ή σε άτομα μικρότερα από εσάς, ώστε να συνεχίσουν να το διδάσκουν ή να το δίνουν σε άλλους
    I pass something down from father to son.
    Περνώ κάτι από πατέρα σε γιο.

Πηγές[επεξεργασία]