passation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.sa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
passation | passations |
passation (fr) θηλυκό
- (λόγιο) η πράξη ή το αποτέλεσμα του περνώ
- (νομικός όρος) σύνταξη συμβολαίου
- passation d'écriture - η εγγραφή μιας πράξης σε λογιστικό βιβλίο
- passation des pouvoirs - η μεταφορά ενός αξιώματος σε κάποιον άλλο