passavant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- passavant < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
passavant | passavants |
passavant (fr) αρσενικό
- (νομικός όρος) άδεια μεταφοράς ενός εμπορεύματος χωρίς αυτό να υποβληθεί σε τελωνειακό δασμό
- (ναυτικός όρος) μέρος του καταστρώματος πλοίου που επιτρέπει την κυκλοφορία από το μπροστινό μέρος προς το πίσω