passe-partout
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
passe-partout | passe-partout |
passe-partout (fr) αρσενικό
- το πασπαρτού
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
passe-partout | passe-partout |
passe-partout (fr) αρσενικό