passementerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pas.mɑ̃.tʁi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

passementerie (fr) θηλυκό

  1. πλεκτά διακοσμητικά στοιχεία επίπλων, ρούχων, κ.λπ.
  2. η παραγωγή και το εμπόριο τέτοιων στοιχείων


Δείτε επίσης[επεξεργασία]

brandebourg, cordon, dentelle, épaulette, extrafort, frange, galon, ganse, lézarde, passepoil, ruban, soutache, torsade, tresse

Συγγενικά[επεξεργασία]