passementerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pas.mɑ̃.tʁi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
passementerie (fr) θηλυκό
- πλεκτά διακοσμητικά στοιχεία επίπλων, ρούχων, κ.λπ.
- η παραγωγή και το εμπόριο τέτοιων στοιχείων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- brandebourg, cordon, dentelle, épaulette, extrafort, frange, galon, ganse, lézarde, passepoil, ruban, soutache, torsade, tresse