Μετάβαση στο περιεχόμενο

passerby

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
passerby passersby

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

passerby (en)

  • ο περαστικός, ο διαβάτης
      The flowerpot fell from the balcony and landed on the head of the unsuspecting passerby.
    Η γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ανύποπτου περαστικού.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]