passing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
passing (en)
- το πέρασμα
- το προσπέρασμα
- για μιγά που περνά για/τον θεωρούν φυλετικά ταυτιζόμενο με την πλειοψηφία