Μετάβαση στο περιεχόμενο

passing

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

passing (en)

  1. το πέρασμα
  2. το προσπέρασμα
  3. για μιγά που περνά για/τον θεωρούν φυλετικά ταυτιζόμενο με την πλειοψηφία

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

passing (en)