passivité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- passivité < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.si.vi.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
passivité | passivités |
passivité (fr) θηλυκό
- η παθητικότητα
- η απάθεια