passphrase
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
passphrase | passphrases |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
passphrase (en)
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- passphrase στην αγγλική Βικιπαίδεια