pasta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pasta (en)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pasta (it) θηλυκό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- πρώτο συνθετικό πολυλεκτικών όρων διάφορων ζυμαρικών, γλυκών και αλοιφών
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- pasta abrasiva
- pasta alimentare
- pasta all'uovo
- pasta asciutta, pastasciutta
- pasta brisée
- pasta chimica
- pasta cresciuta
- pasta da carta
- pasta di alluminio
- pasta di fondo
- pasta di legno
- pasta di mandorle
- pasta di paglia
- pasta di stracci
- pasta di vetro
- pasta d'uomo
- pasta dura
- pasta fresca
- pasta frolla, pastafrolla
- pasta glutinata
- pasta margherita
- pasta meccanica
- pasta normale
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pasta (pl) θηλυκό
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pasta | pastas |
pasta (pt) θηλυκό
- η τσάντα