pasvorto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasvorto | pasvortoj |
αιτιατική | pasvorton | pasvortojn |
pasvorto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasvorto | pasvortoj |
αιτιατική | pasvorton | pasvortojn |
pasvorto (eo)