pat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας pat
γ΄ ενικό ενεστώτα pats
αόριστος patted
παθητική μετοχή patted
ενεργητική μετοχή patting

pat (en)

  1. σκουντώ, χτυπάω/χτυπώ μαλακά, χτυπώ μπαλάκι του γκόλφ
    I pat a pillow to flatten it.
    Χτυπάω ένα μαξιλάρι για να στρώσει.
  2. χαϊδεύω (με κοφτές κινήσεις), χτυπώ φιλικά κάποιον στο κεφάλι ή την πλάτη



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pat (ro)