pat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pat (en)
- σκουντώ, χτυπώ μαλακά, χτυπώ μπαλάκι του γκόλφ
- χαϊδεύω (με κοφτές κινήσεις), χτυπώ φιλικά κάποιον στο κεφάλι ή την πλάτη (παιδί ή ζώο), άτσαλο χάδι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pat (ro)