patch
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
patch | patches |
patch (en)
- η μικρή περιοχή, το μπάλωμα, μια μικρή περιοχή από κάτι, ειδικά μια που είναι διαφορετική από την περιοχή γύρω της
- ⮡ We sat in a patch of shade under a tree.
- Κάθισαμε σε μια μικρή περιοχή με σκιά κάτω από ένα δέντρο.
- ⮡ We have a white dog with black patches on his belly.
- Έχουμε έναν άσπρο σκύλο με μαύρα μπαλώματα στην κοιλιά.
- ⮡ We sat in a patch of shade under a tree.
- το μπάλωμα, το κομμάτι που ράβουν ή κολλούν πάνω στο φθαρμένο τμήμα ενός πράγματος
- ⮡ Use pins to keep the patch in place while you sew it on.
- Χρησιμοποιήστε καρφίτσες για να κρατήσετε το μπάλωμα στη θέση του, ενώ το ράβετε.
- ⮡ Use pins to keep the patch in place while you sew it on.
- πάνινο, υφασμάτινο σήμα που ράβεται σε ρούχο
- (πληροφορική) το επίθεμα, αρχείο για την τροποποίηση κώδικα ή οποιοδήποτε άλλου αρχείου. (αργκό: μπάλωμα)
- ※ RCS works by keeping patch sets (that is, the differences between files) in a special format on disk; it can then re-create what any file looked like at any point in time by adding up all the patches. (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
- Το RCS δουλεύει χρησιμοποιώντας συλλογές από επιθέματα (δηλαδή, τις διαφορές μεταξύ αρχείων) σε μια συγκεκριμένη μορφή στον δίσκο. Έπειτα, μπορεί να ξαναδημιουργήσει κάθε αρχείο όπως ήταν σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο προσθέτοντας όλα τα επιθέματα. [2]
- ≈ συνώνυμα: patch file
- υπώνυμα: bugfix
- → δείτε τη λέξη diff file
- ※ RCS works by keeping patch sets (that is, the differences between files) in a special format on disk; it can then re-create what any file looked like at any point in time by adding up all the patches. (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | patch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | patches |
αόριστος | patched |
παθητική μετοχή | patched |
ενεργητική μετοχή | patching |
patch (en)
- επισκευάζω, διορθώνω με χρήση πρόσθετων τμημάτων (τσόντες), μαντάρω, μπαλώνω
- συνενώνω τμήματα, κομμάτια ενός πράγματος (πχ. τα μέρη ενός ρούχου)
- συνδέω συσκευές με χρήση καλωδίου
- (πληροφορική) χρησιμοποιώ επίθεμα/επιθέματα, για την τροποποίηση κώδικα ή οποιοδήποτε άλλου αρχείου
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) (November 9, 2014), 1.1 Getting Started - About Version Control. Πρόσβαση 2020-12-03.
- ↑ 1.1 Ξεκινώντας με το Git - Σχετικά με τον έλεγχο εκδόσεων. Πρόσβαση 2020-12-03.