Μετάβαση στο περιεχόμενο

patch

Από Βικιλεξικό
(πληροφορική) Ο όρος patch είναι από την εποχή που εισάγονταν στους υπολογιστές δεδομένα και προγράμματα με διάτρητες ταινίες. Ένα τοπικό λάθος διορθωνόταν με αυτοκόλλητο που σκέπαζε τις τρύπες

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pætʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
patch patches

patch (en)

  1. η μικρή περιοχή, το μπάλωμα, μια μικρή περιοχή από κάτι, ειδικά μια που είναι διαφορετική από την περιοχή γύρω της
      We sat in a patch of shade under a tree.
    Κάθισαμε σε μια μικρή περιοχή με σκιά κάτω από ένα δέντρο.
      We have a white dog with black patches on his belly.
    Έχουμε έναν άσπρο σκύλο με μαύρα μπαλώματα στην κοιλιά.
  2. το μπάλωμα, το κομμάτι που ράβουν ή κολλούν πάνω στο φθαρμένο τμήμα ενός πράγματος
      Use pins to keep the patch in place while you sew it on.
    Χρησιμοποιήστε καρφίτσες για να κρατήσετε το μπάλωμα στη θέση του, ενώ το ράβετε.
  3. πάνινο, υφασμάτινο σήμα που ράβεται σε ρούχο
  4. (πληροφορική) το επίθεμα, αρχείο για την τροποποίηση κώδικα ή οποιοδήποτε άλλου αρχείου. (αργκό: μπάλωμα)
      RCS works by keeping patch sets (that is, the differences between files) in a special format on disk; it can then re-create what any file looked like at any point in time by adding up all the patches. (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
    Το RCS δουλεύει χρησιμοποιώντας συλλογές από επιθέματα (δηλαδή, τις διαφορές μεταξύ αρχείων) σε μια συγκεκριμένη μορφή στον δίσκο. Έπειτα, μπορεί να ξαναδημιουργήσει κάθε αρχείο όπως ήταν σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο προσθέτοντας όλα τα επιθέματα. [2]
     συνώνυμα: patch file
    υπώνυμα: bugfix
     δείτε τη λέξη diff file

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας patch
γ΄ ενικό ενεστώτα patches
αόριστος patched
παθητική μετοχή patched
ενεργητική μετοχή patching

patch (en)

  1. επισκευάζω, διορθώνω με χρήση πρόσθετων τμημάτων (τσόντες), μαντάρω, μπαλώνω
  2. συνενώνω τμήματα, κομμάτια ενός πράγματος (πχ. τα μέρη ενός ρούχου)
  3. συνδέω συσκευές με χρήση καλωδίου
  4. (πληροφορική) χρησιμοποιώ επίθεμα/επιθέματα, για την τροποποίηση κώδικα ή οποιοδήποτε άλλου αρχείου

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]