patcher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]patcher (en)
- που επισκευάζει, επιδιορθώνει, μπαλώνει, μαντάρει κάτι
- → δείτε τις λέξεις επιδιορθωτής, μπαλωματής και μανταριστής