patcher
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]patcher (en)
- που επισκευάζει, επιδιορθώνει, μπαλώνει, μαντάρει κάτι
- → δείτε τις λέξεις επιδιορθωτής, μπαλωματής και μανταριστής