patchy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]/ˈpætʃɪ/
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]patchy (en)
- ανομοιογενής
- Συνώνυμα: uneven in quality
- πιτσιλωτός, διάστικτος
- σποραδικός
- Συνώνυμα: scattered