pathetic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

pathetic (en)

  1. αξιολύπητος
  2. (μειωτικά) αξιολύπητος, άξιος περιφρόνησης