pathologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pathologique | pathologiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
pathologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pathologique | pathologiques |
pathologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό