Μετάβαση στο περιεχόμενο

patriarchy

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
patriarchy patriarchies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

patriarchy (en)

  • η πατριαρχία, η ανδροκρατία
      a movement for the liberation of women from the patriarchy - κίνημα για την απελευθέρωση της γυναίκας από την ανδροκρατία