patriarchy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
patriarchy (en)
- η πατριαρχία, η ανδροκρατία
- ↪ a movement for the liberation of women from the patriarchy - κίνημα για την απελευθέρωση της γυναίκας από την ανδροκρατία