patrimonial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | patrimonial | patrimoniaux |
θηλυκό | patrimoniale | patrimoniales |
Επίθετο[επεξεργασία]
patrimonial (fr)
- πατρογονικός
- περιουσιακός, σχετικός με μια περιουσία