patristique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
patristique | patristiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
patristique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
patristique | patristiques |
patristique (fr) αρσενικό ή θηλυκό