pavé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- (µετοχή) → δείτε τη λέξη paver
- (ουσιαστικό) λατινική pavimentum
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
pavé (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pavé | pavés |
pavé (fr) αρσενικό