pavimento
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pavimento < λατινική pavimentum, pavio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pavimento | pavimenti |
pavimento (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pavimento | pavimenti |
pavimento (it)