pavimento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pavimento < λατινική pavimentum, pavio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pavimento | pavimenti |
pavimento (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pavimento | pavimenti |
pavimento (it)