Μετάβαση στο περιεχόμενο

pay off

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας pay off
γ΄ ενικό ενεστώτα pays off
αόριστος paid off
παθητική μετοχή paid off
ενεργητική μετοχή paying off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pay off <  δείτε τις λέξεις pay και off

pay off (en)

  1. (ανεπίσημο) πληρώνω, δωροδοκώ
    παράδειγμα  We lost the match because the referee was paid off.
    Χάσαμε τον αγώνα, γιατί ο διαιτητής ήταν πληρωμένος.
    παράδειγμα  He paid the witnesses off to win the trial.
    Δωροδόκησε τους μάρτυρες, για να κερδίσει τη δίκη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη bribe
  2. εξοφλώ, ολοκληρώνω την πληρωμή των χρημάτων που οφείλονται για κάτι
    παράδειγμα  Creditors are chasing him down to pay off his debts.
    Οι πιστωτές τον κυνηγούν για να εξοφλήσει τα χρέη του.