payaso
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | payaso | payasos |
θηλυκό | payasa | payasas |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- payaso <ιταλική pagliaccio
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]payaso (es) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]payaso (es) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- payaso - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014