Μετάβαση στο περιεχόμενο

payaso

Από Βικιλεξικό
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό payaso payasos
θηλυκό payasa payasas

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
payaso <ιταλική pagliaccio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈʝaso/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

payaso (es) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

payaso (es) αρσενικό

  • κλόουν
    «Daniel es el payaso del salón».
    «Ο Ντάνιελ είναι ο κλόουν στο δωμάτιο.»