peak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
peak | peaks |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peak (en)
- (γεωγραφία) η κορυφή, η βουνοκορφή
- ≈ συνώνυμα: mountaintop, summit, top
- η κορυφή, η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα, το απόγειο, η αιχμή
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | peak |
γ΄ ενικό ενεστώτα | peaks |
αόριστος | peaked |
παθητική μετοχή | peaked |
ενεργητική μετοχή | peaking |
peak (en)
- (αμετάβατο) φτάνω στην κορυφή, κορυφώνω
- ↪ The election campaign is peaking.
- Kορυφώνεται ο προεκλογικός αγώνας.
- ↪ The election campaign is peaking.
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 104. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκορύφωμα, αποκορύφωση