pedale
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pedale < (κληρονομημένο) λατινική pedalis < pēs (πόδι, πούς)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pedale (it) αρσενικό (πληθυντικός: pedali)
- πεντάλ, πετάλι
- (μουσική) το πεντάλ μουσικού οργάνου
- (μουσική) η πεντάλ, τo ισοκράτημα της δυτικής πολυφωνίας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
pedale στην ιταλική Βικιπαίδεια
(αποσαφήνιση)