peek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
peek | peeks |
peek (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | peek |
γ΄ ενικό ενεστώτα | peeks |
αόριστος | peeked |
παθητική μετοχή | peeked |
ενεργητική μετοχή | peeking |
peek (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 529, 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω, ματιά, σκάζω