peek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
peek peeks

peek (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας peek
γ΄ ενικό ενεστώτα peeks
αόριστος peeked
παθητική μετοχή peeked
ενεργητική μετοχή peeking

peek (en)

  1. (αμετάβατο) κοιτάζω κάτι κρυφά
    He peeked through the keyhole.
    Κοίταξε από την κλειδαρότρυπα.
     συνώνυμα: peep
  2. (αμετάβατο) σκάω μύτη
    When he peeked from behind the curtains…
    Όταν έσκασε μύτη πίσω από τις κουρτίνες…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη peep

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 529, 791-792. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κοιτάζω, ματιά, σκάζω