peignoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
peignoir | peignoirs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peignoir (fr) αρσενικό
- το πενιουάρ, το μπουρνούζι
ενικός | πληθυντικός |
peignoir | peignoirs |
peignoir (fr) αρσενικό