pekulo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pekulo | pekuloj |
αιτιατική | pekulon | pekulojn |
pekulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pekulo | pekuloj |
αιτιατική | pekulon | pekulojn |
pekulo (eo)