penúltimo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
penúltimo (pt) από το λατινικό paenultimus < paene + ultimus
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | penúltimo | penúltimos |
θηλυκό | penúltima | penúltimas |
penúltimo (pt)