penannular

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

penannular (en)

  1. (αρχαιολογία) καρφίτσα στήθους σε σχήμα δακτυλίου
  2. ελλιπής-ατελής δακτύλιος, τοξοειδής κατασκευή σχεδόν πλήρους κύκλου