Μετάβαση στο περιεχόμενο

pencil

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pencil pencils

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pencil (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]