pencil sharpener
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pencil sharpener | pencil sharpeners |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]pencil sharpener (en)
- (γραφική ύλη) η ξύστρα, μικρό εργαλείο για το ξύσιμο μολυβιών
- ⮡ an electric pencil sharpener - ηλεκτρική ξύστρα