pendejo
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]pendejo < λατινική *pectiniculus
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pen̪ˈd̪e.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : pen‐de‐jo
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pendejo | pendejos |
θηλυκό | pendeja | pendejas |
pendejo (es) αρσενικό
- χαζός, βλάκας, μαλάκας
- (καθομιλουμένη) δειλός
- (καθομιλουμένη, Περού) πονηρός, ξύπνιος, πολυμήχανος
- (Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουα) άχρηστος
- (Παναμάς, Χιλή, Παραγουάη, Αργεντινή) παιδικός, ανώριμος
- (Δομινικανή Δημοκρατία) υπερβολικός, πληθωρικός
- (υποτιμητικό, Ελ Σαλβαδόρ) μεθυσμένος, μαστουρωμένος.
Έκφραση
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pendejo | pendejos |
pendejo (es) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- pendejo - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] (στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenario [23η έκδοση], 2014.
- pendejo - Damer (Diccionario de americanismos [Λεξικό αμερικανισμών] στα ισπανικά, για τα ισπανικά της Λατινικής Αμερικής), ASALE (Asociación de Academias de la Lengua Española [Ένωση Ακαδημιών της Ισπανικής Γλώσσας]), 1.ª edición [1η έκδοση], 2010