Μετάβαση στο περιεχόμενο

pendejo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

pendejo < λατινική *pectiniculus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pen̪ˈd̪e.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: pendejo

Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό pendejo pendejos
θηλυκό pendeja pendejas

pendejo (es) αρσενικό

  1. χαζός, βλάκας, μαλάκας
    παράδειγμα  «Ese muchacho tiene cara de pendejo».
    «Αυτός ο τύπος έχει φάτσα χαζού
     συνώνυμα: tonto, estúpido
  2. (καθομιλουμένη) δειλός
    παράδειγμα  «¡No seas tan pendejo y pelea! ¡Venga, gallina!».
    «Μην είσαι τόσο δειλός, πάλεψε! Έλα, κότα!»
     συνώνυμα: cobarde, miedoso, pusilánime
     αντώνυμα: valiente, valeroso, bravo, intrépido
  3. (καθομιλουμένη, Περού) πονηρός, ξύπνιος, πολυμήχανος
    παράδειγμα  «Es pequeña, pero igual de pendeja como su madre».
    «Είναι μικρή, αλλά το ίδιο πονηρή με τη μητέρα της.»
     συνώνυμα: astuto, taimado
     αντώνυμα: tarado, burro, torpe
  4. (Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουα) άχρηστος
     συνώνυμα: inútil
     αντώνυμα: útil
  5. (Παναμάς, Χιλή, Παραγουάη, Αργεντινή) παιδικός, ανώριμος
     συνώνυμα: aniñado, pueril, infantil
  6. (Δομινικανή Δημοκρατία) υπερβολικός, πληθωρικός
     συνώνυμα: excesivo, abundante
  7. (υποτιμητικό, Ελ Σαλβαδόρ) μεθυσμένος, μαστουρωμένος.
     συνώνυμα: borracho, ebrio, drogado

Έκφραση

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
pendejo pendejos

pendejo (es) αρσενικό

  1. (καθομιλουμένη, Αργεντινή, Ουρουγουάη) έφηβος
  2. εφηβαίο τρίχωμα