pendillon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pendillon < pendiller

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɑ̃.di.jɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pendillon pendillons

pendillon (fr) αρσενικό

  1. μεταλλικό έλασμα που μεταδίδει την κίνηση στο εκκρεμές ενός ρολογιού
  2. κομμάτι από ύφασμα που κρεμιέται αριστερά και δεξιά μιας σκηνής θεάτρου για να την σμικρύνει