pendoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pendoir < pendouer < pendre
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pendoir | pendoirs |
pendoir (fr) αρσενικό
- άγκιστρο ή σκοινί με το οποίο αναρτάται το κρέας σε κρεοπωλείο