pendoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pendoir < pendouer < pendre

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɑ̃.dwaʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pendoir pendoirs

pendoir (fr) αρσενικό